Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

ο Αετός ο μέγας μέσα από την μυθολογία και την λαογραφία - του Ομήρου Ερμείδη - Eagle the Great the Great through the mythology and folklore of Homer Ermedy - there is a translator on the website


 Ο χρυσαετός (επιστ. Aquila chrysaetos) ή βιτσίλα 
η φωτογραφία είναι από την ακόλουθη ιστοσελίδα : [http://www.cretanbeaches.com/panida/ptina/ ]
[ΜΕΡΟΣ 2ον]
Είδη αετών :
ο Αετός ο μέγας ή ο Αετός ο γνήσιος [ονομασία κατά τον Αριστοτέλη] ή η 


Aquila chrysaetus [λατινική ονομασία] ή ο Βασιλικός [ονομασία κατά τον Αθήναιο] ή ο Χρυσαετός [ονομασία κατά τον Οππιανό] ή ο Αϊετός [ονομασία παρά τοις αρχαίοις, εις την ιωνικήν διάλεκτο] ή ο Αϊτός [λαϊκή ονομασία]
[είδος 1ον εν Ελλάδι]ο Αετός ο κοινός ή η Aquila fulva[λατινική ονομασία] ή ο Μελανάετος [ονομασία κατά τον Αριστοτέλη] ή ο Λαγοφώνος [ονομασία κατά τον Αριστοτέλη] ή ο Αϊτός [λαϊκή ονομασία] [είδος 2ον εν Ελλάδι]ο Στικτός ή ο Αετός ο μικρός ή η Aquila noevia [λατινική ονομασία] ή ο Πλάγγος [ονομασία παρά τοις αρχαίοις] ή ο Κλάγγος [ονομασία παρά τοις αρχαίοις] ή το Μορφνόν [ονομασία παρά τοις αρχαίοις] ή ο Νηττοφόνος [ονομασία παρά τοις αρχαίοις] ή ο Αϊτός [λαϊκή ονομασία]
[είδος 3ον εν Ελλάδι] ο Πύγαργος ο λευκοκέφαλος ή ο Haliaetus leucocephalus [λατινική ονομασία] [είδος 4ον εν Ελλάδι]
ο Αλιαετός ή ο Αετός των θαλασσών ή η Aquila marina [λατινική ονομασία] ή ο Αϊτός της θαλάσσης [λαϊκή ονομασία][είδος 5ον εν Ελλάδι]ο Πανδίων ο ποτάμιος ή ο Pandion haliaetus [λατινική ονομασία] ή ο Ψαράετος [λαϊκή ονομασία] ή ο Βουτηχτής [λαϊκή ονομασία] [είδος 6ον εν Ελλάδι]η Φήνη ή ο Μέγας αετός των θαλασσών ή η Ossifraga [λατινική ονομασία] ή ο Θαλασαϊτός [λαϊκή ονομασία][είδος 7ον εν Ελλάδι ] ο Σπιζάετος ή ο Spizaetus [λατινική ονομασία] [είδος 8ον εν Ελλάδι]ο Αετός Μπονέλλι ή η Aquila fasciata [λατινική ονομασία] ή ο Ευτολμαετός [λαϊκή ονομασία] ή ο Ιεραετός [λαϊκή ονομασία] ή ο Ψευδαετός [λαϊκή ονομασία] [είδος 9ον εν Ελλάδι]ο Γυπαετός ή ο Gypaetus [λατινική ονομασία] [είδος 10ον  εν Ελλάδι]ο Περκνόπτερος ή η Vulturina aquila [λατινική ονομασία] [είδος 11ον εν Ελλάδι]
ο Κιρκάετος ο Γαλακτικός ή ο Circaetus Callicus [λατινική ονομασία][είδος 12ον εν Ελλάδι]ο Αστερίας ο ερυθρόπους ή ο Astur vespertinus [λατινική ονομασία] ή ο Κιρκινέζος [λαϊκή ονομασία] ή ο Αερογάμης [λαϊκή ονομασία] [είδος 13ον εν Ελλάδι]Αγόρ  τον λένε στη  Κρητική διάλεκτο  το γράφει ο Ησύχιος
Τέλος στο  Ιδίωμα των Αρειμένιων Βλάχων * λέγεται  : Γιπουράρ'ου = αϊγόρ = αετός        
* Αριστέας  Στέργιος  Αρειμένιος  Γραμμάζης  από το βιβλίο του :  ΕΛΛΑΣ - ΕΛΛΗΝΕΣ Αρχέγονη πρωτολαλιά,  Γλώσσα, διάλεκτοι, ιδιώματα
[μέρος 2ον]
  Ο χρωματισμός του πτερώματος του αετού είναι ποικίλος.
  Ο θηλυκός αετός είναι πάντοτε μεγαλύτερος του αρσενικού, γεννά 2-3 αυγά, ενίοτε και ένα, τα οποία εκκολάπτει μόνη επί 30 περίπου ημέρες.
  Την φωλιά του την τοποθετεί ο αετός ή μεταξύ δυο βράχων ή εις υψηλά πυκνά δένδρα, ώστε να είναι τελείως αθέατος, την κατασκευάζει δε αβαθή, σχεδόν επίπεδο, με πολύ όμως τέχνη και σταθερότητα. Πολλοί φυσιοδίφες υποστηρίζουν ότι εις την ιδίαν φωλιά μένει καθ’ όλην του την ζωή. Η βάση της ομοιάζει με δάπεδο, στρωμένο με λεπτά καλάμια ή ξύλα αρκετού μήκους τα οποία εις τα άκρα τους στηρίζονται εις τον βράχο ή τα κλαδιά του δένδρου. Πέριξ του δαπέδου αυτού τοποθετεί σταυροειδώς ευλύγιστους κλάδους αρκετού πάχους, επιστρώνει δε εσωτερικώς την φωλιά δια ξηρών φύλλων και πτίλων. Άνωθεν την αφήνει ανοικτή, η δε περιφέρεια αυτής ενίοτε υπερβαίνει τα 2 μέτρα.
  Ο Buffon λέγει εις μιαν φωλιά αετού ευρέθησαν τα λείψανα 40 λαγών και 300 νησσών [πάπιες]. Ο Αριστοτέλης αναφέρει και εις τον λόγο δια τον οποίο οι αετοί συναθροίζουν εις την φωλιά τους άφθονη λεία : Αποτίθεται δε την περιττεύουσαν τροφήν τοις νεοσσοίς δια γαρ το μη εύπορον είναι καθ’ εκάστην ημέραν αυτήν πορίζεσθαι ενίοτε ούκ έχουσιν έξοδον κομίζειν. Αυτό γνωρίζουν πολλοί χωρικοί, οι οποίοι όχι σπανίως με πολλούς κόπους και κινδύνους φθάνουν μέχρι της φωλιάς των αετών δια να προμηθευτούν τροφές.
  Ο Lenzi αναφερει : πτωχός τις εν καιρώ θέρους, ότε επεκράτει λιμός εις τον τόπον όπου έμενεν, ελήστευε φωλεάν αετιδέων δια να εξοικονομή την πεινώσαν οικογένειά του, συγχρόνως δε έκοπτε και τας πτέρυγας των αετιδέων δια να αναπτύσσονται βραδέως ούτοι, και τοιουτοτρόπως να προμηθεύεται ακόπως τας τροφάς του επί πολλόν χρόνον. Μία των ημερών έτυχε να προλάβωσιν αυτόν οι γονείς των αετιδέων. Φοβερά τότε πάλη συνήφθη μεταξύ αυτού και των εξαγριωμένων πτηνών τέλος ο ατυχής έπεσε νεκρός υπό τα κτυπήματα του ράμφους και των πτερύγων των αετών.
  Ο αετός ουδέποτε κυνηγά μόνος του, με εξαίρεση την εποχή όπου το θηλυκό επωάζει τα αυγά του.  Ευθύς μόλις οι νεοσσοί δύνανται να προμηθεύονται μόνοι τους την τροφή τους εκδιώκονται από την φωλιά τους. Αναφέρει ο Αριστοτέλης εις το έργο του «Περί των ζώων ιστορίαι», εις το βιβλίο ΙΧ, και εις το κεφάλαιο ΧΧΧΙΙΙ : τρέφουσι δε τους νεοσσούς έως αν δυνατοί γένωνται πέτεσθαι τότε δε της νεοττιάς αυτούς εκβάλλουσι και εκ του τόπου του περί αυτήν παντός απελαύνουσιν επέχει γαρ έν ζεύγος αετών πολύν τόπον διόπερ ούκ εά πλησίον αυτού άλλους αυλισθήναι. Καθ’ όλες τις εποχές του έτους αρσενικό και θηλυκό εξέρχονται ομού δια κυνήγι. Πάντα ο ένας από τους αετούς καταδιώκει την λεία και ο άλλος στέκεται επί τινός βράχου ή δένδρου και παραλαμβάνει το θήραμα. Ο Αριστοτέλης το αναφέρει αυτό εις το έργο του «Περί των ζώων ιστορίαι» εις το βιβλίο ΙΧ, και εις το κεφάλαιο ΧΧΙΙΙ : Την δε θήραν ποιείται εκ του σύνεγγυς τόπων της νεοττιάς, αλλά συχνόν αποπτάς. Όταν δε κυνηγήση και άρη, τίθησι και ουκ ευθύς φέρει, άλλ’ αποπειραθείς του βάρους αφίησιν. Και τους δασύποδας δ’ ουκ ευθύς λαμβάνει, άλλ’ εις το πεδίον εάσας προελθείν και καταβαίνει δ’ ουκ ευθύς εις το έδαφος, άλλ’ αεί από του μείζονος επί το έλαττον κατά μικρόν άμφω δε ταύτα ποιεί προς ασφάλειαν του μη ενεδρεύεσθαι.                          
Τα κυριότερα είδη των αετών εις την πατρίδα μας είναι :
1ον ] είδος ο αετός ο μέγας ή ο γνήσιος [Aquila chrysaetus], ο Αθήναιος τον ονόμασε πρώτος βασιλικό αετό ή βασιλέα των πτηνών . Ο Αριστοτέλης εις το «Περί ζώων ιστορίες» βιβλίο III, κεφάλαιο  XXXII, το ονομάζει γνήσιο.  Όπου και αναφέρει : Έτι δ’ άλλο έστιν αετών οι καλούμενοι γνήσιοι φασί δε τούτους μόνους και των άλλων ορνίθων γνησίους είναι τα γαρ άλλα γένη μέμικται και μεμοίχευται υπ’ αλλήλων, και των αετών και των ιεράκων και των ελαχίστων. Έστι δ’ ούτος μέγιστος των αετών απάντων, μείζων  τε της φήνης, των δ’ ολιγάκις, ώσπερ η καλουμένη κύμιδος. Ο δε Οππιανός τον ονομάζει χρυσαετό. Οι Εβραίοι τον ονόμασαν νέφερ, οι Άραβες αχάχ γάγελα, οι Χαλδαίοι νίφρα, οι Πέρσες αν φιμούγγερ, οι Λατίνοι Aquila fulva, οι Ισπανοί Aquila coronate, οι Γερμανοί Adler, οι Πολωνοί Orzel pyzedni, οι Άγγλοι golden eagle, οι Γάλλοι grand aigle, aigle royal, aigle noble και aigle dore.
  Τα χαρακτηριστικά του είναι : ο μεγαλύτερος εξ όλων των αετών. Το θηλυκό έχει μήκος 1,20 εκατοστά του μέτρου (από το άκρο του ράμφους έως του άκρου των πόδων), το πλάτος των πτερύγων του ανοιγμένο φθάνει τα 3 μέτρα, και ζυγίζει 14-15 οκάδες ήτοι 17.920 έως 19.200 γραμμάρια. Το αρσενικό είναι μικρότερο και το βάρος του σώματός του δεν υπερβαίνει τις 91/2 με 10 οκάδες ήτοι 12.160 έως 12.500 γραμμάρια. Αμφότεροι έχουν ισχυρότατο ράμφος με κερατοειδές υπόστρωμα υποκύανο. Το νύχι του οπισθίου δακτύλου φθάνει περίπου τα 15 εκατοστά. Οι οφθαλμοί του είναι μεγάλοι, ζωηροί και βαθέως τοποθετημένοι εντός της οφθαλμικής κόγχης. Ο βολβός του οφθαμού του θηλυκού αετού εις το σημείο της μεγαλύτερής του ευρύνσεως, έχει διάμετρο 15 περίπου χιλιοστών, το δε αρσενικού κατά τι μικροτέρα. Η ίριδα του οφθαλμού έχει κίτρινο χρώμα και εκπέμπτει αστραπηβόλους αναλαμπές. Ο υελώδης χυμός έχει χρώμα τοπαζίου, ο κρυσταλλώδης χιτώνας είναι ξηρός, στερεός και έχει λάμψη αδάμαντος. Ο οισοφάγος του ευρύνεται εις το κάτω μέρος και σχηματίζει μέγα σάκκο, ο δε στόμαχος είναι κατά τι ευρύτερος του οισοφάγου.
  Η όρασή του είναι οξυτάτη αλλά η όσφρησή του υπολείπεται άλλων πτηνών όπως του γυπός. Εις το κυνήγι του τον οδηγεί μόνο η όρασή του.
  Απαντάται εις ολόκληρη την Ευρώπη και εις την Ελλάδα, εις τον Όλυμπο, την Πίνδο, τον Τυμφρηστό, τα Ακροκεραύνεια, την Οίτη, τον Κιθαιρώνα και αλλού [πηγές 1927, εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη]. Επίσης ευρίσκεται εις την Ιρλανδία, την Μικρά Ασία και την Περσία.
  Πολλαπλασιασμός : το θηλυκό γεννά 2-3 αυγά και τα οποία τα τοποθετεί εις το μέσο της φωλιάς, τα επωάζει περίπου 5 εβδομάδες, ενώ το αρσενικό κατά το διάστημα αυτό ίπταται υπεράνω αυτής εκτελώντας εναέρια γυμνάσματα προς τέρψη της. Οι εκκολαπτόμενοι νεοσσοί δεν είναι περισσότεροι το ενός ή δυο, διότι τα άλλα αυγά είναι αγονιμοποίητα. Οι Φυσιοδήφες αναφέρουν ότι η μητέρα ενίοτε φονεύει, κατά την ανάπτυξή τους, τα ασθενέστερα ή πολυφάγα νεογνά της. Μόλις οι αετιδείς γίνουν ικανοί να ευρίσκουν την τροφή τους μόνη τους, αποδιώκονται από την φωλιά τους και ουδέποτε επιτρέπουν εις αυτούς να επιστρέψουν.         
2ον] είδος ο αετός ο κοινός [Aquila fulva], ο Αριστοτέλης εις το «Περί ζώων ιστορίες» βιβλίο IX, κεφάλαιο XXXII, τον ονομάζει μελανάετο και λαγοφώνο [διότι ως επί το πλείστον θηρεύει λαγούς]. Είναι ο κοινός σε εμάς αετός.
  Το είδος αυτό περιλαμβάνει 2 ποικιλίες : α) τον αετό τον φαιό και β) το αετό τον μέλανα. Ο Αριστοτέλης δεν κάνει διάκριση των ποικιλιών περιλαμβάνει αμφότερες με το ενιαίο όνομα Μελανάετος.  Αναφέρει αυτόν ο Αριστοτέλης εις το «Περί ζώων ιστορίες» βιβλίο IX, κεφάλαιο XXXII : Έτερος δε μέλας την χροάν και μέγεθος ελάχιστος, κράτιστος τούτων ούτως οικεί όρη και ύλας, καλείται δε μελανάετος και λαγοφώνος εκτρέφει δε μόνος τα τέκνα ούτος και εξάγει έστι δε ωκυβόλος και ευθήμων και άφθονος και άφοβος και μάχιμος και εύφημος ου γαρ μινυρίζει, ουδέ λέληκεν. Ο Αριστοτέλης ονομάζει αυτόν και λαγοφώνο, ίσως εκ του ότι κατ’ εξοχήν θηρεύει τους λαγούς.
  Διαφέρει πολύ του γνήσιου ή μεγάλου αετού. Πρώτον κατά το μέγεθος, ο οποίος είναι μικρότερος του προαναφερθέντος. Δεύτερον κατά τον χρωματισμό, διότι ο γνήσιος έχει το αυτό χρώμα εις ολόκληρο σχεδόν το σώμα του, ο δε κοινός παρουσιάζει ποικιλία αποχρώσεων, με βάση πάντοτε το φαιό ή το μέλαν. Τρίτον κατά την φωνή, ο μέγας αετός εκβάλλει συχνούς κρωγμούς, ενώ ο κοινός σπανίως φωνάζει. Και τέταρτον ο κοινός αετός τρέφει και αναπτύσσει τους νεοσσούς του επί πολύ χρονικό διάστημα εις την φωλιά του, ενώ ο μέγας εκδιώκει αμέσως όταν δύνανται να προμηθευθούν μόνοι τους την τροφή τους.
  Και οι δυο ποικιλίες είναι φαιοί και μέλανες, έχουν δε το αυτό μέγεθος. Ο χρωματισμός του πτερώματος εις τον πρώτον είναι ανοικτότερος και εις τον δεύτερον βαθύτερος. Τα πτερά του άνω μέρους της κεφαλής και του λαιμού έχουν εις αμφοτέρους πυρρό χρώμα, η δε βάση των κυρίων πτερύγων των είναι λευκή. Οι μηροί και οι πόδες των είναι κεκαλυμμένοι υπό πτερών, η δε μεμβράνη η περιλαμβάνουσα την βάση του ράμφους είναι ζωηρή κίτρινη, το κερατώδες περίβλημα του ράμφους υποκύανο, οι δε δάκτυλοι κίτρινοι και οι όνυχες μελανοί. Εάν δε κάποιος προσέξει τις ελαφρές αποχρώσεις του πτερώματός των (από του φαιού ανοικτού μέχρι του βαθέως φαιού, εις τον πρώτον, και από του υπομέλανος έως του βαθέως μελανού εις τον δεύτερον), είναι δυνατόν αυτές τις δυο ποικιλίες να της εκλάβει μια.
  Οι οφθαλμοί είναι βαθειά τοποθετούμενοι εις τις κόγχες και έχουν χρώμα τοπαζιού ο δε κερατοειδής χιτώνας είναι λίαν καμπύλος τα βλέφαρα δε είναι τόσο μεγάλα, ώστε έκαστο ιδιαιτέρως δύναται να καλύψει ολόκληρο τον οφθαλμό. Είναι γλώσσα είναι χονδρώδης  κατά το άκρο και σαρκώδης κατά το μέσον. Ο λάρυγγας είναι τετράγωνος και δεν στενούται προς τα κάτω όπως εις τα περισσότερα πτηνά τα οποία έχουν ευθύ ράμφος. Ο οισοφάγος είναι ευρύτατος και διανοίγεται ακόμη περισσότερο προς το κάτω μέρος δια να σχηματίσει τον κόλπο ή στόμαχο. Ο οποίος είναι απαλός και μεμβρανώδης όπως ο οισοφάγος. Τα έντερα είναι μικράς διαμέτρου, το ήπαρ είναι μεγάλο, ζωηρού ερυθρού χρώματος, και έχει τον αριστερό λοβό μεγαλύτερο του δεξιού. Η χοληδόχος κύστη είναι παμμέγιστη, οι νεφροί είναι μικροί κατ’ όγκο οι όρχεις έχουν μέγεθος μπιζελιού και χρώμα σαρκοκίτρινο, η ωοθήκη κανονική όπως και εις τα λοιπά πτηνά.
  Ευρίσκεται εις αφθονία εις την Γαλλία, την Ελβετία, την Γερμανία, την Πολωνία, την Σκωτία και είναι κοινότατος εις την Ελλάδα.
3ον] είδος ο στικτός ή ο αετός ο μικρός [Aquila noevia], οι αρχαίοι τον ονομάζουν πλάγγον ή κλάγγον ή μορφνόν ή νηττοφόνος. Αναφέρει αυτόν ο Αριστοτέλης εις το «Περί ζώων ιστορίες» βιβλίο ΙΙΙ, κεφάλαιο XXXII : Έτερον δε γένος αετού εστίν ό πλάγγος καλείται, δεύτερον μεγέθει και ρώμη οικεί δε βήσσας και άγκη και λίμνας επικαλείται δε νηττοφόνος και μορφνός, ου και ο Όμηρος [Ιλιάδα, ραψωδία ω στίχος 316] : μέμνηται εν τη Πριάμου εξόδω.
  Το πτέρωμά του είναι στικτό (εξ ου και το όνομα) είναι πολύ μικρότερος των προηγουμένων ειδών και το μήκος του σώματός του από του άκρου του ράμφους του μέχρι του άκρου των ποδών του δεν υπερβαίνει τα 0,50 με 0,60 εκατοστά. Οι πτέρυγές του είναι βραχείες και το άνοιγμά τους φθάνει το 1,00 μέτρο.
  Ο χρωματισμός του πτερώματός του είναι φαιός σκούρος, εις τις κνήμες του και τις πτέρυγές του πολλές λευκές κηλίδες. Επί δε του λαιμού του φέρει λευκή μεγάλη ταινία, εις την κοιλία του και εις μερικά από τα πτερύγιά του φέρει μεγάλα υπέρυθρα στίγματα.
  Το θηλυκό γεννά 2 αυγά (μεγέθους 6Χ5 εκατοστά) χρώματος λευκού με μικρές ερυθρές κηλίδες.
  Ο αετός αυτού του είδους εξημερώνεται ευκόλως, είναι όμως ασθενέστερος των προηγουμένων ειδών, επίσης δεν διακρίνεται δια το θάρρος του.
  Ο στικτός αετός ευρίσκεται εις όλα τα μέρη του κόσμου. Εις την πατρίδα μας απαντάται εις την Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Μακεδονία [οι προαναφερθείσες αναφορές είναι από την εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, περιέχουσα πληροφορίες της δεκαετίας 1920-1930, έτος εκδόσεως 1927. Ώστε να μπορούμε να γνωρίσουμε τι υπήρχε τότε και τι υπάρχει σήμερα].
4ον] είδος ο Πύγαργος [Haliaetus], το είδος αυτό του αετού περιλαμβάνει πολλές ποικιλίες :
α) ο Πύγαγρος ο μέγας, έχει σχεδόν το αυτό μέγεθος με τον κοινό αετό, αλλά είναι περισσότερο σαρκοφάγος αυτού, αγριώτερος και φροντίζει δια τους νεοσσούς του, τους οποίους και εκδιώκει εκ της φωλιάς του, μόλις ολίγον αναπτυχθούν, αδιαφορώντας εάν δύνανται μόνοι τους να εύρουν την τροφή τους. Λέγεται ότι πολλές φορές οι νεοσσοί του καταφεύγουν  εις την φωλιά του φήνη, ο οποίος και παρέχει εις αυτούς άσυλο και τους προσταυτεύει δια κάποιο χρονικό διάστημα.

  Η αστοργία αυτή εις τους πυγαργούς, τον μέγα αετό και τον στικτό αετό, οφείλεται ίσως ότι τα είδη αυτά είναι πολύ αδηφάγα των υπολοίπων και οκνηρά εις την αναζήτηση λείας.
  Ο θηλυκός πύγαργος γεννά 2-3 αυγά και τα επωάζει εις την φωλιά του την οποία  κατασκευάζει επί υψηλών δένδρων από ξερά κλαδιά και φύλλα.
β) ο Πύγαργος ο λευκοκέφαλος [haliaetus leucocephalus], συναντάται εις την βόρειο Αμερική και διαφέρει από τον Ευρωπαίο κατά το ανάστημά του όπου και είναι μικρότερος. Το πτέρωμά του είναι βαθύ φαιόχρουν και εις την κεφαλή κατάλευκο καθώς επίσης και κατά τα δυο τρίτα του λαιμού και η ουρά του. κανένα άλλο πτηνό δεν πετά με τόσο μεγάλη ορμή και δεν έχει τόση δύναμη, τόση επιδεξιότητα και τόσο θάρρος.
γ) ο Πύγαργος ο μικρός ο οποίος απαντάται εις την Νότιο Αμερική.
δ) ο Πύγαργος ο λάλος [haliaetus vocifer] είναι είδος της Αφρικής.  
Ο Αριστοτέλης εις το «Περί ζώων ιστορίες» βιβλίο IX, κεφάλαιο XXXII του δίνει το επώνυμο νεβροφόνος γιατί είναι αυτός που κυνηγά κυρίως τα νεαρά ελάφια, όπου δεν ξεχωρίζει σε τόσες ποικιλίες, αλλά διακρίνει μονο ένα είδος και λέγει : Των δε αετών έστι πλείονα γίνη, εν μεν ο καλούμενος πύγαργος ούτως κατά τα πεδία και τα άλση και περί τας πόλεις γίνεται ένιοι καλούσι νεβροφόνον αυτόν πέτεται δε και εις τα όρη και εις την ύλην δια το θάρσος και τα λοιπά γένη ολιγάκις εις πεδία και εις έλη φοιτά. 
5ον] είδος ο αλιαετός ή αετός των θαλασσών [Aquila marina] αναφέρεται εις αυτόν ο Αριστοτέλης εις το έργο του «Περί ζώων ιστορίαι» εις το βιβλίο ΙΧ, και εις το κεφάλαιο ΧΧΧΙΙ : Έτερος δε γένος έστι αετών, οι καλούμενοι αλιάετοι ούτοι δ’ έχουσιν αυχένα τε μέγαν και παχύν και πτερά καμπύλα, ουροπύγιον δε πλατύ οικούσι δε περί την θάλατταν και ακτάς, αρπάζοντες δε και ου δυνάμενοι φέρειν, πολλάκις καταφέρονται εις βυθόν.
  Το ανάστημά του είναι μικρό, το μήκος του σώματός του είναι από του άκρου του ράμφους μέχρι του άκρου των ποδιών το οποίο δεν υπερβαίνει τα 0,60 εκατοστά, το δε άνοιγμα των πτερύγων του φθάνει το 1,80 εκατοστά. Οι μηροί του είναι γυμνοί πτερών οι δε πόδες του έχουν χρώμα κίτρινο, οι δε όνυχές του είναι παμμέγιστοι, η κοιλία του είναι λευκή και η ουρά του παχειά, σκληρή και μεγάλων διαστάσεων.
  Ο Αριστοτέλης αναφέρει επίσης εις το ίδο έργο του «Περί ζώων ιστορίαι» εις το βιβλίο ΙΧ, και  εις το κεφάλαιο ΧΧΧΙΙ : ο δ’ αλιάετος οξυωπέστατος μεν εστί, και τα τέκνα αναγκάζει έτι ψιλά όντα προς τον ήλιον βλέπειν, και τον μη βουλόμενον κόπτει και στρέφει, και οποτέρου αν έμπροσθεν σε οφθαλμοί δακρύσωσιν, τούτον αποκτείνει, τον δ’ έτερον εκτρέφειν. Δηλαδή έχει αστραπηβόλο βλέμμα, ισχυρίζεται δε ότι εξαναγκάζει τα νεογνά του να ατενίζουν τον ήλιο, όπου και φονεύει εκείνο το οποίο δεν δύναται να τον ατενίσει.
  Το ήπαρ του είναι πολύ μικρότερο των άλλων αετών. Η σπλήνα του, ενώ εις τα άλλα είδη ευρίσκεται προσκολλημένη εις το δεξί μέρος του στομάχου τους, εις τον αλιάετο ευρίσκεται κάτωθι του δεξιού λοβού του ήπατος. Οι νεφροί του είναι παμμέγιστοι, ενώ οι άλλοι αετοί έχουν μικρούς νεφρούς.
  Συνατάται εις ολόκληρο την Ευρώπη, από της βορείου θαλάσσης μέχρι του Κρητικού πελάγους.
  Ο Αριστοτέλης εις το προαναφερόμενο βιβλίο, συνεχίζοντας την αναφορά του για τον αλιάετο λέγει : διατρίβειν δε περί θάλατταν, και ζη θηρεύων τους περί την θάλατταν όρνιθας, ώσπερ είρηται θηρεύει απολαμβάνων κάθ’ ένα, παρατηρών αναδυόμενον εκ θαλάττης. Όταν δ’ ίδη όρνις ανακύπτων τον αλιάετον, πάλι φοβηθείς καταδύεται, ως ετέρα ανακύψων ο δε δια το οξύ οράν αεί πέτεται, έως αν αποπνίξη ή λάβη μετέωρον αθρόας γαρ ούκ επιχειρεί ραίνουσαι γαρ απερύκουσι ταις πτέρυξιν. Τρέφεται αποκλειστικά εξ ολοκλήρου με ιχθείς τους οποίους συλλαμβάνει με μεγάλη ευκολία δια αυτό δε και αναδίδει από απόσταση την χαρακτηριστική οσμή τους (ψαρίλα). Πολλές φορές επιφέρει καταστροφές εις τα ιχθυοτροφεία, δι αυτό και διώκεται συστηματικά από τους αλιείς και τους κατοίκους των παραθαλασσίων ή παραλιμνίων περιοχών.        
[βλέπε λέξη],
6ον] είδος ο Πανδίων ο ποτάμιος [Pandion haliaetus] ή ο ψαράετος ή βουτηχτής. Το μήκος του είναι περίπου τα 0,60 εκατοστά του μέτρου. Το άνω μέρος του σώματός του είναι στοκτόφαιο και το κάτω λευκό, η δε κεφαλή του φέρει εναλλάξ λευκό και πυρρό χρώμα. Την κεφαλή του κοσμεί μια λωρίδα πλατειά φαιού χρώματος, η οποία είναι από τους οφθαλμούς έως την ράχη. Τα πτερά του άνω ημίσεως του στήθους του είναι τεφροφαιού χρώματος. Η δε ουρά του ποικίλλεται από εγκάρσιες λωρίδες. Το είδος αυτό συναντάται από τις παράλιες εκτάσεις έως τις υψηλότερες κορυφές των ορέων. Κατά τον Μάρτιο κατέρχεται από τα όρη εις τις λίμνες και τις εκβολές των ποταμών, επανέρχεται δε τον Οκτώβριο εις τα όρη.
  Τα αυγά του τα γεννά πάντοτε εις τις παραλίμνιες ή παραθαλάσσιες περιοχές. Αρέσκεται να αλλάσσει συχνά τόπο διαμονής και σχεδόν ουδέποτε επανέρχεται εις το αυτό μέρος, εκτός εάν υπάρχει άφθονη λεία. Γεννά 3 συνήθως αυγά διαστάσεων 6Χ4 εκατοστά υπόλευκου χρώματος με ερυθρόφαια στίγματα.
  Τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με ιχθύς, επειδή είναι αδηφάγος, επιφέρει μεγάλες βλάβες εις τα ιχθυοτροφεία. Πετά εις μέγιστο ύψος και κατόπιν με κλειστά τα πτερύγια του βυθίζεται αποτόμως και με ορμή εις το ύδωρ μέχρι ωρισμένου βάθους και σχεδόν αμέσως αναδύεται, υποβαστάζοντας με τους όνυχές του κάποιον μεγάλο ιχθύ, ενίοτε ίσο προς τον όγκο του σώματός του. Επίσης και κατά των υδροβίων πτηνών.    
7ον] είδος η Φήνη ή ο μέγας αετός των θαλασσών [Ossifraga], οι φυσιοδήφες, ίσως απατώμενοι από τις διαφορές εις ανάστημα και χρώματα τις οποίες προκαλούν η ηλικία και το φύλο, διέκριναν 3 είδη φήνης. Η θηλυκιά έχει ανάστημα 1 μέτρου το οποίο την εξομοιώνει με τον βασιλικό αετό. Ο αρσενικός είναι πολύ μικρότερος. Όταν γεράσουν και το αρσενικό και το θηλυκό έχουν τα άνω και κάτω του σώματος φαιοτεφρόχροα, ανικτότερη εις την κεφαλή και τον λαιμό, και το πρόσωπο προσεγγίζει το λευκάζον τεφρόχρουν. Η ουρά είναι εντελώς λευκή, οι πόδες και οι δάκτυλοι κίτρινοι, το ράμφος ωχοκίτρινο και η ίριδα του οφθαλμού ζωηρή κίτρινη. Εις την νεαρή ηλικία έχουν το ράμφος μαύρο, την ουρά μελαψή με στίγματα λευκωπά και το πτίλωμα φαιού  χρώματος, με μια απόχρωση σκούρου φαιού χρώματος εις το μέσον των δυο πτερύγων. Η Φήνη προτιμά να διαμένει εις τα δάση που γειτονεύουν προς την θάλασσα και τις μεγάλες λίμνες. Θηρεύει την νύκτα καθώς και την ημέρα συλλαμβάνει τους ιχθύς, εφορμούντες κατ’ αυτών, όταν ευρίσκονται εις την επιφάνειαν των υδάτων, της θαλάσσης, των ποταμών ή των λιμνών. Όταν η Φήνη βλέπει αρπακτικό ασθενέστερο από αυτήν, και το οποίο έχει αγρεύσει ιχθύ, το καταδιώκει λυσσωδώς μέχρι ότου εγκαταλείψει την λεία του. η αδηφαγία της όμως της γίνεται κάποτε ολέθρια. Λέγεται ότι ορμά και εναντίον φώκης με τόση λύσσα και προσκολλάται εις την ράχη της με τέτοιο τρόπο, που βυθίζει τους όνυχες της ώστε δεν δύναται έπειτα να τους αποσπάσει. Με αποτέλεσμα να παρασύρεται από την φώκια εις το βάθος της θαλάσσης και να πεθαίνει.
  Ο Αριστοτέλης εις το έργο του «Περί ζώων ιστορίαι»  εις το 9ο βιβλίο του αναφέρει δια αυτήν : Η δε καλουμένη Φήνη εστίν εύτεκνος και ευβίωτος και δειπνοφόρος και ήπιος, και τα τέκνα εκτρέφει, και τα αυτής και τα του αετού και γαρ ταύθ’ όταν εκβάλλει γαρ ο αετός προ ώρας έτι βίου δεόμενα και ούπω δυνάμενα πέτεσθαι. Εκβάλλειν δε δοκεί ο αετός τους νεοττούς δια φθόνον φύσει γαρ έστι φθονερός και οξύπεινος, έτι δε οξυλαβής λαμβάνει δε μέγα όταν λάνη. Φθονεί ούν τοις νεοττοίς αδρυνομένοις, ότι φαγείν αγαθοί γίνονται, και σπά τοις όνυξιν μάχονται δε και οι νεοττοί αυτοίς περί της έδρας και της τροφής ο δ’ εκβάλλει και κόπτει αυτούς οι δ’ εκβαλλόμενοι βοώοι, και ούτω υπολαμβάνει αυτούς η φήνη η δε φήνη επάργυρος τ’ εστι και πεπήρωται τους οφθαλμούς.     
8ον] είδος ο Σπιζάετος (εκ του ελληνικού σπίζα=σπίνος) [Spizaetus]. Έχει το ράμφος μακρύ και σχεδόν ευθύ, το οποίο είναι πεπλατυσμένο εις τα πλάγια. Τους ταρσούς επιμήκεις, ολίγον ισχνούς και γυμνούς, τους δε όνυχες αδυνάτους και βραχείς. Πλησιάζει τον αετό ως προς το ανάστημά του και τον γύπα ως προς τον οργανισμό του και τις συνήθειές του. θηρεύει τα μικρά είδη των μαστοφόρων και των πτηνών.
  Την φωλιά του την κατασκευάζει εις τα υψηλά δένδρα και τους βράχους. Τα μικρά του λαμβάνουν την τροφή την οποία φέρει, μόνο του ευθύς άμα εκκολάπτονται χωρίς να τους δίδει απ’ ευθείας εις το στόμα, όπως συνήθως τα άλλα πτηνά.
  Καταδιώκει με λύσσα τους κόρακες με τους οποίους ευρίσκεται εις διαρκή πόλεμο, επειδή οι κόρακες επιτίθενται κατά σμήνη δια του αφαιρέσουν την τροφή.
  Το θηλυκό γεννά 2 αυγά σχεδόν στρογγυλά με κηλίδες φαιόξανθου χρώματος.    
9ον] είδος ο αετός Μπονέλλι [Aquila fasciata]. Διακρίνεται από τους συνήθεις αετούς από την όλη σωματική του κατασκευή και δια την ολιγότερη ρωμαλεότητά του. Είναι μελανόφαιου χρώματος με κηλίδες λευκές και ξανθωπές εις τα ανώτερα μέρη του σώματός του. Η ουρά του είναι τεφρού χρώματος, η οποία καταλήγει εις μια κιτρινωπή παρυφή.
  Εις τις Ινδίες και εις τα μέρη που περιβρέχονται από την Μεσόγειο, το είδος αυτό απαντάται πολύ συχνά και ζει μάλιστα μονίμως εκεί. Είναι προικισμένο με δυνατά πτερά, υψώνεται ταχέως με μερικές πτήσεις πολύ υψηλά, δια να εξαφανίζεται από τις όψεις των κυνηγών. Ίπταται διαγράφοντας κύκλους, έπειτα δε αφίεται αποτόμως και ορμά εις την λεία του με ταχύτητα βέλους. Γενικώς δεν αναπαύεται, στέκεται δε με το σώμα του ελαφρώς κεκλυμένο. Είναι πτηνό τολμηρό, δεν φοβάται να φθάνει μέχρις αυτών των αυλών των κατοικιών και να αρπάζει πουλερικά. Κυνηγά επίσης λαγούς και διάφορα αγριοπούλια. Πολλές φορές καλείται και ευτολμαετός ή ιεραετός και ψευδαετός.  
10ον] είδος ο Γυπαετός [Gypaetus], το πτηνό αυτό ομοιάζει προς τον αετό κατά εξωτερικά χαρακτηριστικά αλλά έχει τα δικά του ήθη και έθιμα του γυπός.
  Εις την Ελλάδα απαντάται συνήθως συχνά [οι προαναφερθείσες αναφορές είναι από την εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, περιέχουσα πληροφορίες της δεκαετίας 1920-1930, έτος εκδόσεως 1927. Ώστε να μπορούμε να γνωρίσουμε τι υπήρχε τότε και τι υπάρχει σήμερα].
11ον] είδος ο Περκνόπτερος [Vulturina aquila]. Το πτηνό αυτό είναι ο ενδιάμεσος τύπος μεταξύ αετού και γυπός (γύπα) γι’ αυτό και κάποιοι τον ονομάζουν γύπα.
  Ο Αριστοτέλης εις το έργο του «Περί των ζώων ιστορίαι» εις το βιβλίο ΧΙ και εις το κεφάλαιο ΧΧΧΙΙ αναφέρει για αυτόν : Έτι δ’ έτερον γένος περκνόπτερος, λευκή κεφαλή, μεγέθη δε μέγιστος, πτερά δε βραχύτατα και ουροπήγιον πρόμηκες, γυπί όμοιος ορειπέλαργος καλείται και υπάετος. Οικεί δ’ άλση, τα μεν κακά ταύτα έχων τοις άλλοις , των δ’ αγαθών ουδέν αλίσκεται γαρ και κακόβιος, και τα τεθνεώντα φέρων πεινή δ΄αεί και βοά και μινυρίζει.
  Ο περκνόπτερος έχει όλα τα ελαττώματα του αετού, αλλά κανένα προτέρημα. Είναι βαρύς κατά το πέταγμά του, οκνηρός δια το κυνήγι και δια αυτό τρέφεται σχεδόν πάντοτε από ζώα που έχουν πεθάνει (θνησιμαία). Οι πτέρυγές του είναι βραχύτερες και η ουρά του μικρότερη των αετών. Η κεφαλή έχει ανοικτό κυανού χρωματισμό και ο λαιμός του είναι λευκός καλύπτεται από μικρά πτίλα και η κεφαλή του γύρω φέρει μικρά λευκά πτερά εν είδει περιδεραίου. Η ίριδα του οφθαλμού του έχει χρώμα κιτρινουπέρυθρο. Το ράμφος του και το δέρμα του που καλύπτει την βάση του είναι μελανό, το δε αγκυλωτό άκρο του ράμφος του είναι υπόλευκου χρώματος. Οι μηροί του και οι πόδες του είναι μολυβδού χρώματος, οι όνυχες μελανοί και ολίγον κυρτοί.
  Ως χαρακτηριστικό διακριτικό φέρει φαιά κηλίδα σχήματος καρδιάς εις το στήθος του. γενικά η θέα του είναι απεχθής, διότι πλην της ασχήμιας του, διαρκώς ρέει από τα ρουθούνια του, υγρό κιτρινωπό όζο. Στέκεται πάντοτε με τα πτερύγια του ανοικτά.
  Απαντάται εις τις Άλπεις, τα Πυρηναία και εις πολλά μέρη της Ελλάδος εν αφθονία [οι προαναφερθείσες αναφορές είναι από την εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, περιέχουσα πληροφορίες της δεκαετίας 1920-1930, έτος εκδόσεως 1927. Ώστε να μπορούμε να γνωρίσουμε τι υπήρχε τότε και τι υπάρχει σήμερα].      
12ον] είδος ο Κιρκάετος [Circaetus]ή ο Γαλακτικός [Circaetus Callicus]. Τα πτηνά αυτά έχουν κεφαλή ογκώδη και βαθειά τοποθετημένη μεταξύ των ώμων του, τα πτερύγια του είναι πολύ πυκνά και σχηματίζουν προς το μέρος του λαιμού λογχοειδή άκρα. Το ράμφος του είναι ισχυρό, χονδρό και εις την βάση του σκληρό και πολύ κυρτό εις το άκρο του. Οι ρώθωνες του περιβάλονται από τρίχες, οι οποίες κατευθύνονται προς τα έξω. Οι πτέρυγές του είναι μακριές και αμβλείες, η ουρά του είναι μετρίου μεγέθους και σχεδόν τετράγωνος εις το άκρο της. Οι ταρσοί είναι επιμήκεις, ισχυροί και κεκαλυμένοι εις το πρόσθιο μέρος από λέπια. Οι δάκτυλοι των ποδιών του είναι βραχείς και σχεδόν ισομεγέθεις και οι όνυχες του είναι βραχείς και ελαφρώς κυρτοί.
  Ο κυριώτερος αντιπρόσωπος του είδους είναι ο Κιρκάετος ο Γαλάτικος [Circaetus Callicus] ή το ξεφτέρι. Παρουσιάζει ομοιότητες ως προς τον μέγα αετό το σώμα του και ως προς την γυμνότητα των ποδιών του και την λευκότητα της ουράς ομοιάζει προς τον πύραργο. Εις τα υπόλοιπα απομακρύνεται τελείως από τα προαναφερθέντα είδη.
  Το μήκος του σώματός του είναι 0,65 εκατοστά του μέτρου, η κεφαλή του είναι μεγάλη, η ουρά του έχει περίπου μήκος 0,10 εκατοστά του μέτρου και το πλάτος των πτερυγίων του ανοιγμένα φθάνουν το 1,60 εκατοστόμετρα. Οι πτέρυγές του όταν το πτηνό ευρίσκεται αναπαυόμενο, εξέχουν ολίγο από τα άκρα της ουράς του. Το αρσενικό εις το άνω μέρος του  σώματός του είναι χρώματος τεφροφαιού, αλλά εις τα άκρα των πτερών του (το μέρος δηλαδή που εκφύονται εκ του σώματός του), είναι λευκά αυτό διακρίνεται μόνο όταν είναι ανοιγμένα τα πτερύγιά του. Ο λαιμός το στήθος η κοιλιά και τα πλάγια μέρη του σώματός του είναι λευκά και ποικίλουν από επιμήκη κηλίδες φαιόπυρρες. Η ουρά είναι φαιού χρώματος εις το άνω μέρος και φέρει επιπλέον εγκάρσιες λωρίδες σκοτεινού φαιού χρώματος. Το ράμφος του είναι υπόφαιου χρώματος και η μεμβράνη η οποία καλύπτει την βάση τους είναι ορφνώς κυανή. Η ίριδα των οφθαλμών του είναι ζωηρή κίτρινη. Οι πόδες του είναι ορφνοκιτρινοσαρκόχροου. Το ενδιάμεσο μεταξύ των λεπίων των ποδιών του διάστημα είναι χρώματος υπέρυθρου.
  Η θηλυκιά είναι πάντοτε μεγαλυτέρα του αρσενικού. Ο χρωματισμός της είναι όμοιος με του αρσενικού με την διαφορά ότι οι κηλίδες του θώρακος και της κοιλιάς είναι πολυαριθμότεροι και ορφνότεροι.
  Τα νεογνά μέχρι ηλικία ενός έτους έχουν φαιουπέρυθρο χρώμα προς το άνω μέρος του σώματος και λευκό με πολυάριθμες φαιές κηλίδες. Οι πόδες του είναι πελιδνοί.
  Κατασκευάζει την φωλιά του εις υψηλά δένδρα ή πυκνούς θάμνους. Θηλυκιά γεννά 1-3 αυγά μετρίου μεγέθους 6,5Χ4,5 εκατοστά χρώματος υπόλευκου, σπανίως υποκύανου χρώματος, τα οποία επωάζει περίπου 30 ημέρες.   
  Τα πτηνά αυτά ιδίως η θηλυκιά, έχουν πέταγμα βαρύ, διότι το σώμα του είναι βαρύ και οι πτέρυγές του είναι βραχείς. Ουδέποτε ίπταται εις μεγάλο ύψος δια αυτό και συλλαμβάνει την τροφή του συχνότερα επί της γης ή επί του αέρος.
  Η φωνή του ομοιάζει προς οξύ συριγμό, αν και σπανίως φωνάζουν.
  Εξέρχεται δια να κυνηγήσει πριν την ανατολή και μετά την δύση του ηλίου, το δε υπόλοιπο διάστημα της ημέρας ησυχάζει.
  Το πτηνό αυτό παρ’ όλο τον όγκο του σώματός του συνήθως προσβάλλεται και από μικρότερα πτηνά και υποχωρεί χωρίς να αντιτάξει αντίσταση.
13ο] είδος ο Αστερίας ο ερυθρόοπους [Astur vespertinus]. Ο χρωματισμός του είναι φαιότεφρος εις το άνω μέρος του σώματός του. Ο λαιμός φέρει λευκές κηλίδες, ο θώρακας είναι είναι λευκός με φαιές ραβδώσεις και η κοιλιά φέρει εγκάρσιες κυματίζουσες γραμμές. Τα νεαρά πτηνά φέρουν εις την ράχη τους φαιουπέρυθρο χρώμα, ενώ η κοιλιά φέρει φαιό χρωματισμό με μεταλλικές αναλαμπές και η ουρά του. οι δε πόδες του είναι ερυθρού χρώματος εξ ου και η ονομασία του.
  Ευρίσκεται εις ολόκληρο την Ευρώπη και είναι γνωστότατος εις την Ελλάδα με την ονομασία κιρκινέζος ή αερογάμης.
  Ο Αριστοτέλης του οποίου η παρατηρητικότητα υπήρξε θαυμαστή, εξηγεί τον λόγο δια τον οποίον ο αετός πετά ψηλά, εις το 9ο βιβλίο του «Περί των ζώων ιστορίαι», όπου γράφει : «Και εφ΄υψηλών καθίζει δια το βραδέως αίρεσθαι από της γης. Υψού δε πέταται, όπως επί πλείστον τόπον καθορά διόπερ θείον οι άνθρωποί φασιν είναι μόνον των ορνέων. Πάντες δ’ γαμψώνυχοι ήκιστα καθιζάνουσιν επί πέτραις δια το τη γαμψότητι εμπόδιον είναι την σκληρότητα».
  Η ταχύτητα της πτήσεώς του είναι καταπληκτική, δύναται εντός 24ώρου να αλλάξει κλίμα, να περιηγηθεί τόπους που απέχουν πολύ μεταξύ τους, και τέλος να καλύψει εναερίως – πετώντας συνεχώς τεράστειες εκτάσεις.
  Επιπλέον ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί επιπλέον διατί οι αετοί συγκεντρώνουν πολύ μεγάλες ποσότητες τροφής στην φωλιά τους : αποτίθεται δε την περττεύουσαν τροφήν τοις νεοττοίς δια γαρ το μη εύπορον είναι καθ’ εκάστην ημέραν αυτήν πορίζεσθαι ενίοτε ουκ έχουσιν έξωθεν κομίζειν.  Αυτό το γνωρίζουν πολλοί χωρικοί, οι  οποίοι όχι σπάνια, με πολλούς κόπους και κινδύνους φθάνουν μέχρι της φωλιάς αετών δια να προμηθευτούν τις τροφές του.    
  Ο αετός θεωρείται από τα ευγενέστερα ζώα. Όχι μόνο οι «Αισώπειοι μύθοι» ομιλούν για την ευγνωμοσύνη του, αλλά φέρεται και άλλη διήγηση κατά την οποία κάποιος αετός εξημερώθηκε και έγινε φίλος με κάποιο παιδί, και όταν πέθανε το παιδί αυτό και ο ίδιος έπεσε στην φωτιά και κάηκε.
  Ο Όμηρος εις την Ιλιάδα στην ραψωδία Ρ, και εις τους στίχους 674- 675 έχει προσέξει αυτήν την ιδιότητα του αετού και αναφέρει «δίνοντάς την στον Μενέλαο»:
πάντοσε παπταίνων ς τ αετός, ν ά τέ φασιν  674
ξύτατον δέρκεσθαι πουρανίων πετεηνν,          675
  Πολλές παροιμίες και παροιμιακές εκφράσεις κυκλοφορούσαν εις την αρχαιότητα για τον αετό : «Αετός εν νεφέλαις» αετός στα σύννεφα θα γίνω, λεγόταν για πράγματα ακατόρθωτα. Ή όπως αναφέρει ο ο Σουΐδας αναφέρει : «αετός εν νεφέλαις (εν νεφέλεσιν)», επί των δυσαλώτων, παρ’ όσον αετός εν νεφέλαις ών ούχ αλίσκεται. Δηλαδή αναφέροντο εις αυτούς που προσπαθούσαν να συλλάβουν τα ασύλληπτα, να κατορθώσουν δηλαδή τα ακατόρθωτα.
«Αετός μυίας ου θηρεύει» ο αετός δεν κυνηγά μύγες, οι μεγάλοι, δηλαδή δεν καταδέχονται να ασχοληθούν με ασήμαντους ή ότι οι μεγάλοι δεν καταδέχονται (να εκδικούνται) τους μικρούς.
«Αετός θρίπας ορά» ο αετός βλέπει σκουλήκια, ανάλογη με την σημερινή σε βλέπω σα σκουλήκι. Ή όπως αναφέρει ο Σουΐδας ελέγετο επί των καταφρονούτων των τους μικρούς, δηλαδή σαν μερμήγκια σας βλέπω.
«Αετόν κορώνη ερεσχελεί» η κουρούνα χλευάζει τον αετό. Λέγεται δια τους θρασείς, που αποτολμούν να κοροϊδέψουν τους διαπρεπείς άνδρες. Έχει μάτι αετού, φράση που δηλώνει τον οξυδερκέστατο.
 «Αετόν ίπτασθαι» (εννοείται εις αυτούς που διδάσκουν) όταν διδάσκει σε ευμαθέστερούς του. «Αετός κάνθαρος μαιεύεται» ελέγετο όταν η μοίρα το έφερνε και ετιμωρείτο επαξίως ισχυρότερος από ασθενέστερο. Η τελευταία προέρχεται από τον μύθο του αετού και του κάνθαρου του Αισώπου.
«Αετού γήρας κορύδου νεότης», δηλαδή του αετού τα γηρατειά του σκορδαλιού τα νειάτα.
«Αετός κορώνη ερεσχελεί (χλευάζει)» αντίστοιχο του είπε ο γάϊδαρος τον πετεινό κεφάλα. «Αετού (ή αέτειον) χάριν εκτείσω», δηλαδή γρήγορα και γενναιόδωρα θα σου αποδώσω την χάρη.
  Φυσικά υπάρχουν παροιμίες και εις την νεοελληνική, όπως : ο αετός δεν έκλαιγε πως πέθαινε, μόν΄πως πέθαινε από το δικό του το φτερό.
  Ο αετός τρώει και η κουρούνα κράζει.  Για το χατήρι τ’ αετού κάνε και συ χελώνα. Ο αετός τα μεγάλα πουλιά κυνηγά. Όπου κηνυγά τον αετό αφήνει το στρουθί.  
  Ο αετός τραγουδήθηκε πολύ στο δημοτικό τραγούδι με πάθος, κυρίως τα χρόνια της σκλαβιάς. Στα κλέφτικα ιδίως τραγούδια οι αετοί και οι σταυραετοί αναφέρονται συχνότατα και πολλές φορές συμβολίζουν τους αδάμαστους Κλέφτες.
Περίφημο είναι το «τραγούδι του αητού» :
Ένας αητός περήφανος, ένας αητός λεβέντης,
από την περηφάνεια του κι’ από την λεβεντιά του
δεν πάει τα κατούμερα να καλοχειμωνιάσει,
μόν’ μένει απάνου στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.
κι’ έριξε χιόνια στα βουνά και κρούσταλλα στους κάμπους,
ξεπάγιασαν τα νύχια του κι’ έπεσαν τα φτερά του.
Σ’ αγνάντιο πήγε κι’ έκατσε, σ’ ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέγει :
Ήλιε μ’, για δε βαρείς κι’ εδώ, σ’ αυτή την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ’ρθούν και τ’ άλλα τα πουλιά και τ’ άλλα μου τ’ αδέρφια ; 
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Μυθολογία και η λαϊκή παράδοση εις την πανίδα της πατρίδος μας» του Ομήρου Ερμείδη.
http://pirforosellin.blogspot.gr/ - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου